- ἄκλειστα
- ἄκλειστοςnot closedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκλειστος — η, ο (Α ἄκλειστος, ον και ἄκληστος) αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος «άφησε την πόρτα άκλειστη» «ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.) νεοελλ. 1. ο ασυμπλήρωτος «έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα» 2. (λογαριασμός) για τον οποίο … Dictionary of Greek
άκλειστος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε, ανοιχτός: Το περιβόλι από τη μια του μεριά ήταν άκλειστο. 2. ασυμπλήρωτος: Έχει ακόμα τα δεκαπέντε άκλειστα. 3. «συμφωνία άκλειστη», αυτή που δεν έγινε οριστικά· «λογαριασμός άκλειστος», αυτός που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)